Καταδικάζετε την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;

Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Γιώργος Κατρούγκαλος

για το αν υπάρχει «καλή» και «κακή» βία.

Σχολιάστε

Filed under Ζητήματα Υποκειμένου - Κοινωνικές Αναλύσεις

Πολιτική, Επικοινωνία και Κοινωνικά Υποκείμενα στα χρόνια των social media

Την Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013 η Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης οργάνωσε ημερίδα με θέμα τα Social Media και τα κοινωνικά υποκείμενα στα χρόνια της κρίσης. Παρακολουθείστε παρακάτω τις εισηγήσεις των ομιλητών.

«Πολιτικοί και Κοινωνικά Δίκτυα: Παλιό κρασί σε νέα βαρέλια»

Χριστόφορος Βερναρδάκης

«Πόσο «νέα» είναι τα νέα μέσα; Οι Αnonymous, o Beppe Grillo και ο ‘λαός’»

Σιώμος Θωμάς

«Τα social media ως εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας: ευκαιρίες και κίνδυνοι»

Χριστόφορος Κάσδαγλης

«Open source στα social media,social media στο open source»

Ελευθέριος Κοσμάς

«Πόση φλυαρία σε ένα tweet!»

Μπογδάνος Ηρακλής

«Twitter: η μάχη των ιδεών»

Παπαναστάσιου Τατιάνα

«Social Media: χρήσεις και επιδράσεις»

Χασανάκος Γιάννης

«Μεταξύ «clicktivism» και «activism». Πολιτική, Επικοινωνία και Social Media»

Καραγιάννης Γιάννης

Σχολιάστε

Filed under Εκπομπές - Εκδηλώσεις, Ζητήματα Υποκειμένου - Κοινωνικές Αναλύσεις

Ο Σκοτεινός Ιππότης Στην Πολιτική Αρένα

του Αλέξανδρου Τσακιρίδη

πολιτικού επιστήμονα

Πρόσφατα βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η τελευταία ταινία Μπάτμαν, εκ των τριών του Κρίστοφερ Νόλαν. Αποτελεί το τέλος μιας ιστορίας που μας αφηγήθηκε ο σκηνοθέτης για τον γνωστό, από τα κόμικς της Μάρβελ, αυτόκλητο τιμωρό για κάποιους υπερ-ήρωα για άλλους. Έχει πάντα ενδιαφέρον να ασχολείται κανείς κριτικά με την μαζική κουλτούρα καθώς μπορεί να ανασύρει κυρίαρχες ή και διαδεδομένες απόψεις πάνω στην κοινωνική ζωή και για το πως θα πρέπει να οργανώνεται, οι οποίες οπτικοποιούνται ή μελοποιούνται και μεταμορφώνονται έτσι σε ισχυρά σύμβολα. Εργαλεία πολιτικής.

Εκκινώντας από την άποψη της Chantal Mouffe πως η αισθητική ενυπάρχει στην πολιτική και πως η τέχνη έχει πολιτικές πτυχές, μέσα από την πλοκή της ιστορίας θα αναζητήσουμε τα πολιτικά συμφραζόμενα και θα αναλύσουμε τα κομβικά σημεία που συνθέτουν την πολιτική θέση της ταινίας. Για να αντιληφθούμε ποιες εικόνες – ποιες λέξεις νομιμοποιούν ή ταρακουνούν το υπάρχον σύστημα εξουσίας. Η πολιτική άρα και η τέχνη, είναι σύγκρουση, θα μιλήσουμε λοιπόν για ένα παραμύθι ατομικού αγώνα και κοινωνικής σύγκρουσης.

Ο Μύθος

Υπήρξαν κι άλλες ταινίες με ήρωα τον Μπάτμαν, εκ των οποίων οι πιο γνωστές και καλοσχεδιασμένες αποτελούν αυτές που φιλοτέχνησε ο Τιμ Μπάρτον. Πρόκεται για αμερικανικά αριστουργήματα μιας mainstream ποπ κουλτούρας, ωστόσο τα γούστα του δημιουργού, τους προσέδωσαν γκοθ χαρακτηριστικά. Η δουλειά και η προσέγγιση του Νόλαν, ως ευρωπαίου σκηνοθέτη, είναι διαφορετική. Έπλασε τη φόρμα του ήρωα διαφορετικά απ’ ότι την είχε συνηθίσει το δυτικό κοινό, ενεργοποιώντας περισσσότερο την ανθρώπινη και γήινη πλευρά του ήρωα και αφαιρώντας την σχεδόν διαμονική του φύση. Τον έκανε δηλαδή λιγότερο σούπερ και περισσότερο ήρωα. Έτσι, ο ηρωισμός στον Νόλαν συνδέεται με το ξεπέρασμα του πόνου μέσα από την προσφορά και την θυσία. Η τριλογία του αποτελεί μια δραματική εξιστόρηση των δεινών στα οποία δοκιμάζεται η ανθρώπινη ψυχή.

Τα πραγματολογικά στοιχεία της ιστορίας αναφέρουν τα εξής. Το σκηνικό είναι η πόλη της Γκόθαμ -αστικό κέντρο όπου συγκεντρώνονται ισχυρές επιχειρηματικές δραστηριότητες και εκδηλώνονται σκάνδαλα διαφθοράς. Το οργανωμένο έγκλημα χρηματίζει τις αρχές για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Θα μπορούσαμε να συσχετίσουμε την Γκόθαμ με το Μανχάταν, σύμβολο της καπιταλιστικής ισχύος στο κόσμο. Ο Μπρούς Γουέιν είναι ένας προβληματισμένος ψυχικά πολυ-εκατομμυριούχος που ξοδεύει την περιουσία του χωρίς να ασχολείται με τις επιχειρήσεις που κληρονόμησε από τους γονείς του. Εκείνοι δολοφονήθηκαν μπροστά στα μάτια του, όταν ήταν μικρός, από έναν κοινό ληστή. Ύστερα από μια σύγκρουσή του με άρχοντες της τοπικής μαφίας και σε αναζήτηση απαντήσεων για το παρελθόν του αποχωρεί από την πόλη και ταξιδεύει.

Καταλήγει σε ένα μοναστήρι στο οποίο μαθαίνει πολεμικές τέχνες και επιστρέφει στην Γκόθαμ Σίτι συνειδητοποιώντας πως η πόλη και κυρίως οι άνθρωποί της τον χρειάζονται για την αντιμετώπιση του εγκλήματος. Υιοθετεί μια μάσκα για να προστατέψει τους σημαντικούς γι’ αυτόν ανθρώπους και να δημιουργήσει ένα σύμβολο στο οποίο μπορεί να αναγνωριστεί ο καθένας. Ο καθένας δηλαδή να έχει την δυνατότητα να γίνει ήρωας. Ο Γουέιν βέβαια, έχει ανάγκη την ηρωική persona που κατασκευάζει με εργαλεία από τον ψυχισμό του, γιατί αναζητά την λύτρωση, την ολοκλήρωση, στην προσπάθεια να καλύψει ίσως το οντολογικό κενό που χαρακτηρίζει κάθε υποκείμενο και κοινωνικό σχηματισμό. Ο Μπάτμαν δεν είναι άτρωτος και ο ψυχικός πόνος του το θυμίζει συνεχώς.

Στη δεύτερη ταινία της τριλογίας, ο Νόλαν τοποθετεί απέναντι από τον Μπάτμαν έναν πράκτορα του χάους, έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα που συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτρέπουν την πλήρη ευδαιμονία και ολοκλήρωση μιας κοινωνίας. Ο Τζόκερ αποτυπώνει επίσης την ανθρώπινη τρέλα, το παράλογο και τον νιχιλισμό, πράγμα που τον μετατρέπει ως χαρακτήρα, σε κινούμενη βόμβα ψυχοπάθειας. Όπως διαβεβαιώνει ο αγαπημένος μπάτλερ του Γουέιν, Άλφρεντ, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που απλά θέλουν να δουν τον κόσμο να καίγεται. Στόχος του συγκεκριμένου, είναι να αποδείξει πως αν ο άνθρωπος εκτεθεί στις κατάλληλες συνθήκες, είναι ικανός να βλάψει τον συνάνθρωπό του προκειμένου να σώσει μοναχά τον εαυτό του. Με βάση αυτή τη λογική, αποτελεί το απόλυτα αντίθετο και ίσως συμπληρωματικό του Μπάτμαν. Όσο η ιστορία εκτυλίσσεται πάντως, φαίνεται πως η μοίρα της πόλης που σκοτεινιάζει σταδιακά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή του Μπάτμαν.

Το Πολιτικό

Η τρίτη ταινία θα μας απασχολήσει στη συγκεκριμένη εργασία αφού προσδίδει μια αμιγώς πολιτική διάσταση στον μύθο, περισσότερο από τις υπόλοιπες, καθώς αναφέρεται στην κατάρρευση μιας κοινωνίας και την προσπάθεια αναδιοργάνωσής της από ριζοσπαστικά στοιχεία. Πρέπει να σημειωθεί πως η ταινία προκάλεσε έντονες δημόσιες συζητήσεις στον αγγλοσαξονικό κόσμο και κυρίως στην Αμερική. Ανασήκωσε διάφορες απόψεις πάνω στο έργο, αριστερές ή δεξιές οπτικές επιχείρησαν να το αναλύσουν.

Ο Νόλαν λοιπόν παρουσιάζει την καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος ως σάπια λόγω διαφθοράς, άσβεστης δίψας για κέρδος, κυνισμού, αλόγιστης ανάπτυξης κι επίκινδυνης χρήσης της τεχνολογίας. Όπως ήταν πάντα δηλαδή. Ακόμα και οι αστυνομικές αρχές που υποτίθεται είναι εξαγνισμένες από τον πόλεμο ενάντια στο έγκλημα βασίζονται σε ψέματα και δολοπλοκίες. Εμφανίζεται ωστόσο μια ομάδα επανασταστών που επιζητά να αναλάβει τον έλεγχο της Γκόθαμ. Ξεκινά με επίθεση στο χρηματιστήριο, συνεργάζεται με επιχειρηματίες μόνο και μόνο για να επωφεληθεί οικονομικά και να συγκεντρώσει πόρους για τον στρατό που παρασκευάζει και προχωρά στην κατάληψη της Γκόθαμ και την εγκαθίδρυση μιας νέας τάξης, τελική πράξη της οποίας είναι η πλήρης κατάρρευση της πόλης. Ο Μπέιν, ηγέτης των επαναστατών, ενδύεται έναν αριστερό μανδύα και χρησιμοποιεί έναν προοδευτικό λόγο σε συνδυασμό με εκρητική βία για να νομιμοποιήσει τις ενέργειές του και να εξασφαλίσει την αποδοχή του από τους κατοίκους. Μιλά για «επιστροφή της Γκόθαμ στους κατοίκους του», μοιράζει τα υπάρχοντα των αστών στο όνομα της κοινοκτημοσύνης, ανοίγει τις φυλακές που θεωρεί χώρους παρακράτησης ανθρώπων στους οποίους δεν δόθηκε η ευκαιρία να πετύχουν στη ζωή τους και στήνει λαϊκά δικαστήρια ενάντια στη διεφθαρμένη αστική τάξη και τους υπηρέτες της. Η κίνηση του Μπέιν ωστόσο αποκαλύπτεται να είναι ένα είδους συντηρητικής επανάστασης καθώς αληθινός της στόχος είναι η ολοσχερής καταστροφή της κοινωνικής ζωής της πόλης αφού στα μάτια των πραξικοματιών αποτελεί κέντρο και σύμβολο εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η εξαφάνισή της θα επέτρεπε την επιστροφή της ισορροπίας στον κόσμο.

Οι πολιτικές συνδέσεις, προφανείς. Ο δυτικός κόσμος κινδυνεύει όχι μόνο από την εσωτερική του σαπίλα αλλά και από τις ενέργειες ανθρώπων που τον εχθρεύονται. Ο σωτήρας της «πολιτισμένης» κοινωνίας – ο οποίος λόγω συνθηκών αναγκάζεται να θεωρεί πως αυτή τον έχει ανάγκη – είναι ένας ηρωικός αστός ο οποίος την απαλλάσσει από τον κίνδυνο του χάους και την επαναφέρει στη πρότερη κατάστασή της. Πρέπει να επισημανθούν λοιπόν τα εξής. Η κριτική της δυτικής κοινωνίας στη ταινία, ενέχει ρομαντικά στοιχεία. Η παρακμή της Δύσης ουσιαστικά σχετίζεται με συμπεριφορές που τροφοδοτεί το ίδιο το σύστημα κυριαρχίας, την απληστία για παράδειγμα, και όχι με νόμους που οδηγούν στην αναπόφευκτη κρίση του καπιταλισμού όπως θα διαβεβαίωνε μια κλασική μαρξιστική ανάλυση.

Ακριβώς λόγω της επιβαλλόμενης καταπίεσης, η καπιταλιστική ηγεμονία απειλείται από ταραχοποιά στοιχεία που αμφισβητούν το status quo και επιζητούν την ανατροπή του δια της βίας. Στο ενδέχομενο αυτό, θα εγκαθιδρύσουν μια φαινομενικά ελεύθερη κοινωνική τάξη με πρόσχημα προοδευτικές ιδέες, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγηθεί στη κατάρρευση. Στην εικόνα των πραξικοπηματιών θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε περιθωριακά-λούμπεν υποκείμενα των σύγχρονων δυτικών μητροπόλεων που ακριβώς επειδή δεν έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα αντίστασης και όραμα, καταλήγουν να προκαλούν αναταραχές που δεν σχετίζονται επ’ ουδενί με την κοινωνική αλλαγή αλλά πιο πολύ μοιάζουν με άναρθρες κραυγές ενάντια σ’ ένα σύστημα που δεν τους δίνει ευκαιρίες και τους καθηλώνει στη σκιά (βλ. Αγγλία και Γαλλία τα προηγούμενα χρόνια). Ο Νόλαν εξιστορεί την φανταστική μελλοντική κατάληξη μιας δυτικής κοινωνίας και τον βύθισή της στην άβυσσο της κοινωνικής αναταραχής και του χάους. Η οποία βέβαια στη ταινία εξηγείται περισσότερο με βάση μεταφυσικά στοιχεία παρά κοινωνικά. Οι συσχετίσεις ωστόσο με την σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα είναι εμφανείς.

Ο ήρωας που σώζει το σύστημα και την «πολιτισμένη» κοινωνία από την καταστροφική μανία των περιθωριακών, αποτελεί την άλλη πλευρά ενός φυσικού προσώπου – μιας κοινωνικής ομάδας. Πίσω από την ηρωϊκή persona βρίσκεται μια αστική τάξη που είναι παραγωγική και όχι κερδοσκοπική, που επενδύει σε «οικολογικά» έργα (βασισμένα στην πυρηνική ενέργεια – βλ. πράσινη ανάπτυξη) για την παραγωγή ενέργειας και ηλεκτροδότηση, που ενδιαφέρεται για το κοινωνικό σύνολο καθώς συνδέει τη μοίρα της με αυτό και είναι έτοιμη να θυσιαστεί για τις αμαρτίες της τάξης της. Η θυσία της αυτή, αποτρέπει την κατάλυση του συστήματος εξουσίας και επιτρέπει την επιβίωση της κοινωνίας. Άραγε εδώ θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την (οποιαδήποτε) αυτοκριτική της άρχουσας τάξης για την κρίση που ξέσπασε το 2007; Το σίγουρο είναι πάντως πως η κοινωνία χρειάζεται τον Μπάτμαν (και τον καπιταλισμό). Η αστική τάξη επίσης τον χρειάζεται για να σώσει την κατάσταση και να βγει από την κρίση που εμφανίστηκε λόγω της ανυπαρξίας ελέγχου του συστήματος. Χρειάζεται το σύμβολο εκείνο που είναι δυνατό να εμψυχώσει και να κινητοποιήσει μάζες ανθρώπων (για να το στηρίξουν) αλλά δεν τους δίνει απαραίτητα τη δύναμη να σώσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Κλασικό μοτίβο σε αφηγήσεις που περιέχουν ως κεντρικό πρότυπο έναν τιμωρό με υπερ-άνθρωπες δυνάμεις.

Επίλογος

Η τελευταία ταινία του Μπάτμαν περιέχει δυο πολιτικές κινήσεις. Παρεμβαίνει κριτικά απέναντι στο τρόπο που διαρθρώνονται οι σχέσεις εξουσίας σήμερα και στις συνέπειες τους αφενός και στηρίζει τον πυρήνα του συστήματος κυριαρχίας αφετέρου, μιας και επιλέγει να τον σώσει. Ουσιαστικά πρόκεται για μια ενσωματωμένη στο σύστημα οπτική, για μια εκ-σωτερικότητα.

Παράλληλα, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως οι σύγχρονες ταινίες του Μπάτμαν είναι προϊόν και της σημερινής κουλτούρας του φόβου ενώ σηματοδοτούν τις αλλαγές και στην κοινωνική εικονογραφία του κακού. Ο «αντίπαλος» πλέον στην εποχή μας, αποτυπώνεται με εικόνες και πρόσωπα που εκπροσωπούν τον μηδενισμό και το χάος. Παλιότερα, η αμερικάνικη κοινωνία είχε να αντιμετωπίσει εχθρούς που αναπαριστούσαν ένα διαφορετικό είδος κακού. Η ναζιστική Γερμανία, η Σοβιετική Ένωση και η μαοϊκή Κίνα αποτελούσαν θεσμικές, οργανωμένες εναλλακτικές στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και κυριαρχίας. Σήμερα οι ανταγωνιστές είναι αφανείς, απρόβλεπτοι και συνήθως απορρίπτουν την πολιτική. Ίσως όμως απέναντι στους νέους εχθρούς, εμφανιστεί ο Ρόμπιν και μας σώσει πάλι από την κατεδάφιση της κοινωνικής ύπαρξης.

Σχολιάστε

Filed under Πολιτισμικές Κριτικές

Eίμαστε όλοι Βυζαντινοί

συνέντευξη της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, πρύτανης της Σορβόνης, στον Μπακουνάκη Νίκο.

πηγή: 3/4/201ο – Το Βήμα

Η ιδέα ήταν του Χρήστου Λαμπράκη. Μας το αποκαλύπτει η ίδια. Να γράψει ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο για το Βυζάντιο. Και η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ έγραψε το «Γιατί το Βυζάντιο» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), το πρώτο της βιβλίο που γράφεται απευθείας στα ελληνικά. Κυκλοφόρησε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα και μέσα σε τρεις μήνες έφτασε σε πωλήσεις τα 30.000
αντίτυπα, αριθμό που θα τον ζήλευε οποιοσδήποτε συγγραφέας του πιο ευπώλητου μυθιστορήματος. Γιατί λοιπόν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για το Βυζάντιο. Μας εξηγεί η ίδια. Η συνέντευξη δόθηκε λίγες μέρες μετά την εκδήλωση για το Βυζάντιο στο Μέγαρο Μουσικής, όπου παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή. Συναντηθήκαμε στον 6ο όροφο της Μιχαλακοπούλου 80, στα γραφεία μας, και με έπεισε ότι είμαστε όλοι Βυζαντινοί.

– Κυρία Αρβελέρ, γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα τόσο πολύ το Βυζάντιο;

«Γιατί το Βυζάντιο είναι η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία, δηλαδή τα δύο βασικά συστατικά της ελληνοσύνης. Βέβαια το Βυζάντιο ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, αλλά ήταν μια αυτοκρατορία ελληνόφωνη. Το ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνόφωνο έσωσε όλον τον ελληνικό πολιτισμό. Οταν ο μεγάλος γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ έγραφε ότι δεν υπάρχουν Γάλλοι, υπάρχουν μόνο γαλλόφωνοι, και όποιος μιλάει γαλλικά είναι Γάλλος εννοούσε ότι η γλώσσα είναι η σύμπτυξη όλου του πολιτισμού και όλης της παράδοσης. Και το Βυζάντιο είναι ελληνόφωνο από τον 7ο αιώνα».

– Και γιατί επί δύο αιώνες στο σύγχρονο ελληνικό κράτος απωθήσαμε εντελώς το Βυζάντιο;

«Είμαστε οι μόνοι που δεν ελευθερώσαμε την κοιτίδα του γένους, την Κωνσταντινούπολη, και κάναμε πρωτεύουσα ένα λασποχώρι, όπως ήταν το 1830 η Αθήνα, ένα λασποχώρι με μερικές χιλιάδες σπίτια, από τα οποία πάρα πολλά ήταν χωρίς στέγη. Για να μην πούμε ότι η Αθήνα ήταν τότε αλβανοκρατούμενη, πράγμα που δεν έχει καμία σημασία, αλλά το λέω επίτηδες για τους εθνικίζοντες. Το ότι από μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία φτάσαμε ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς σε ένα πολιτικό μόρφωμα, το ελληνικό κράτος, το οποίο είναι “δευτερεύον”, για να μην πω τίποτε χειρότερο, αυτό δημιουργεί ένα είδος συμπλέγματος».

– Δηλαδή απωθήσαμε το Βυζάντιο ψυχαναλυτικά;

«Αμα θέλετε, το λέτε κι έτσι. Σημασία έχει ότι από το λασποχώρι φτάσαμε απευθείας στον Περικλή, βάζοντας σε παρένθεση χίλια χρόνια της μόνης ελληνόφωνης αυτοκρατορίας».

– Σήμερα είναι ζωντανό το Βυζάντιο;

«Βεβαίως. Πάμε στην εκκλησία. Τι ακούμε; “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια” ή “αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού”. Γυρνάμε στο σπίτι. Ο μπαμπάς λέγεται Παναγιώτης, η μάνα Βασιλική, υπάρχει το εικονοστάσι. Χρησιμοποιούμε βυζαντινές παροιμίες. Λέμε “έφαγε τον περίδρομο” επειδή το πινάκιο, το βαθύ πιάτο των Βυζαντινών, είχε γύρω γύρω ένα περιθώριο όπου ξεχείλιζε το φαγητό. ΄Η λέμε “τα παίζει στα δάχτυλα”, επειδή ακριβώς οι Βυζαντινοί μετρούσαν τα πάντα».

– Επομένως είναι μια συνέχεια οργανική…

«Είναι μια οργανική συνέχεια που εκφράζεται με τη λέξη ρωμιοσύνη. Αυτή η οργανική συνέχεια δεν είναι άλλη από τη ρωμιοσύνη…».

– Λέξη που σήμερα έχει κάτι το απαξιωτικό…

«Πράγμα σκανδαλώδες, γιατί η λέξη “ρωμιός” είναι η μόνη που είναι αυτοκρατορική. Το Βυζάντιο ποτέ δεν αποκαλούσε τον εαυτό του Βυζάντιο. Οταν ο Ψελλός ή ακόμη και ο Μιχαήλ Χωνιάτης λένε “οι Βυζαντίου πολίτες” εννοούν τους Κωνσταντινουπολίτες. Δεν εννοούν τίποτε άλλο. “Εσείς οι Βυζαντίου πολίτες” γράφει ο Μιχαήλ Χωνιάτης από την Αθήνα, όπου ήρθε ως μητροπολίτης, στον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη. Διαμαρτύρεται ο Χωνιάτης στον αδελφό του, που ήταν πρωθυπουργός, γιατί οι τρυφεροί πολίτες της Κωνσταντινουπόλεως τον έστειλαν σε έναν τόπο όπου δεν έβρισκε ένα βιβλίο. Κι έπρεπε να πηγαίνει στο μοναστήρι της Κέας για να βρει».

– Τους Ευρωπαίους τους αφορά ή πρέπει να τους αφορά το Βυζάντιο;

«Ακόμη περισσότερο. Γιατί τι είναι ο Ευρωπαίος; Οπως έλεγε ο Πολ Βαλερύ είναι αυτός που έχει υποστεί φιλοσοφικά την επίδραση της αρχαίας ορθολογιστικής σκέψης, που έχει ζήσει με την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα κι έχει υποστεί την επίδραση της ρωμαϊκής διοίκησης και των ρωμαϊκών θεσμών. Αθήνα, Ιερουσαλήμ και Ρώμη. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει Ευρώπη. Κι όλα αυτά τα τρία, συμπυκνωμένα μαζί, είναι το Βυζάντιο. Επομένως το Βυζάντιο είναι Ευρώπη, γιατί είναι ελληνόφωνο όπως η Αθήνα, χριστιανικό όπως η Ιερουσαλήμ κι έχει υιοθετήσει όλη τη ρωμαϊκή διοίκηση».

– Τότε γιατί αποκλειόταν το Βυζάντιο από την Ευρώπη και γενικότερα η ανατολική ορθόδοξη Ευρώπη;

«Οταν δημιουργείται η νεότερη έννοια της Ευρώπης οι Ελληνες έχουν διαγραφεί από τη σκέψη των Ευρωπαίων, λόγω της οθωμανικής κατάκτησης. Οταν ο Ρακίνας γράφει τη “Φαίδρα” ρωτάει τον γάλλο πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη κατά πού πέφτει η Ελλάδα. Ο πρώτος που λέει “we Εuropeans” είναι ο φιλόσοφος Μπέικον, τον 16ον αιώνα. Ο πρώτος πίνακας που παρουσιάζει τους λαούς της Ευρώπης είναι ένας πίνακας γερμανικός, στον οποίο φυσικά δεν υπάρχουν Ελληνες. Επειτα αυτή η Ευρώπη είναι όλη αντιορθόδοξη. Θεωρεί τους ανατολικούς σχισματικούς».

– Πώς εξηγείτε το ότι σήμερα υπάρχει μεγάλη ζήτηση για βυζαντινή τέχνη από όλα τα μεγάλα μουσεία της Νέας Υόρκης,του Λονδίνου,του Παρισιού; Μήπως ψάχνουν για εξωτισμό; Μήπως ως βυζαντινολόγος είστε εξωτική;

«Όχι, δεν είμαι καθόλου εξωτική. Απόδειξη ότι στη Γαλλία με είχαν βάλει πρόεδρο του μεγαλύτερου οργανισμού σύγχρονης τέχνης, του Μπομπούρ… Αυτό οφείλεται στο ότι η Ευρώπη σήμερα θέλει να δει ολόκληρη την οντότητά της. Πού συγκλίνει ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη; Στην ορθοδοξία, στο Βυζάντιο. Η Μόσχα ονομαζόταν “τρίτη Ρώμη”. Επομένως όλη η Ανατολική Ευρώπη που δεν μπορεί πια να αποκλειστεί από την Ευρώπη έχει μια συνοχή, την ορθοδοξία. Και πώς μπορεί να εκφραστεί αυτή η ορθοδοξία για όσους δεν ξέρουν ιστορία και ελληνικά; Μέσα από την εικόνα, τη βυζαντινή αγιογραφία. Οπως λέει ο Ζιροντού, μόνο μέσα σε ένα μουσείο δεν υπάρχουν αγράμματοι».

-Δηλαδή για πολιτικούς λόγους γίνονται αυτές οι εκθέσεις; Το θέμα της τέχνης δεν είναι σοβαρό;

«Πάρα πολύ σοβαρό. Γιατί η βυζαντινή αγιογραφία εκφράζει πολύ σύγχρονα πράγματα. Είναι πριν απ΄ όλα μια ζωγραφική ιδιοτήτων και όχι προσώπων, είναι ζωγραφική της αγιοσύνης και όχι του αγίου. Γι΄ αυτό ο αγιογράφος βάζει το όνομα του αγίου από κάτω. Η λέξη σού λέει ποιος είναι ο άγιος και όχι η ζωγραφική. Η απεικόνιση στη βυζαντινή αγιογραφία είναι η απεικόνιση του μοντερνισμού. Οι σουρεαλιστές είναι πολύ συγγενείς με τη βυζαντινή αγιογραφία. Αν πάρετε, για παράδειγμα, έναν Μαγκρίτ και αφαιρέσετε ας πούμε το σεξουαλικό στοιχείο, θα έχετε μια βυζαντινή εικόνα. Το ίδιο και με έναν Νταλί. Οι σουρεαλιστές έκαναν τέχνη την ονειρική τους αναγκαιότητα, δεν έβαλαν σε πρώτο πλάνο το πρόσωπο αλλά την έκφραση, την ιδιότητα του προσώπου».

– Ηξεραν οι σουρεαλιστές την τέχνη αυτή;

«Νομίζω πως όχι, αλλά δεν έχει σημασία. Για παράδειγμα, ο Μπρετόν σίγουρα δεν το ήξερε. Και θα σας πω κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Το 1959 πήγα μαζί με τον Κλοντ Ρουά να δω τον Μπρετόν. Κάθονταν στο ίδιο σπίτι, ο ένας πάνω, ο άλλος κάτω. Κάποια στιγμή ρώτησα βλακωδώς τον Μπρετόν: Γιατί δεν έχετε πάει ποτέ και σεις στην Ελλάδα, έναν τόσο ωραίο τόπο; Μου απάντησε: Είμαστε υπό την κατοχή του ελληνικού πνεύματος εδώ και 2.500 χρόνια και θέλετε να πάω εγώ στην Ελλάδα. Του είπα: Ουδέποτε Ελληνας θα έκανε καλύτερο ύμνο για την ελληνική συνέχεια».

– Οι φοιτητές σας θεωρούν το Βυζάντιο κομμάτι της ιστορίας τους;

«Για ένα πράγμα θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο, ότι από το 1967 μέχρι χθες δίδασκα Βυζάντιο σε 2.000 φοιτητές του πρώτου έτους. Οταν μου έλεγαν μα τι πάτε και διδάσκετε στο πρώτο έτος, εγώ έλεγα πηγαίνω γιατί εκεί χτίζονται τα πράγματα. Ελεγα στα παιδιά, ποιος έδινε τις πέτρες όταν λιθοβολούσαν τον Αγιο Στέφανο. Ο Σαούλ. Ποιος ήταν ο Σαούλ; Ο Παύλος. Μετά τους έλεγα τι έγραφε ο επίσκοπος Αχρίδος στον Πατριάρχη για τους Λατίνους. Καταλάβαιναν αμέσως ότι το Βυζάντιο ήταν δική τους ιστορία. Οτι είναι ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής Ιστορίας».

– Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε ένα σχολικό εγχειρίδιο Βυζαντινής Ιστορίας για τους έλληνες μαθητές;

«Μου το είχε προτείνει κάποτε ο Αρσένης όταν ήταν υπουργός Παιδείας. Τέλος πάντων, αυτό είναι πικραμένη ιστορία. Οταν μου ζήτησαν λοιπόν να γράψω για το Βυζάντιο, λέω πώς θα πω στα παιδιά πως όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σκοτώνεται πάνω στις επάλξεις της πύλης του Ρωμανού, ο πατριάρχης Σχολάριος έχει τοιχοκολλήσει ανάθεμα εναντίον του… Δεν γίνεται να τα πεις εύκολα αυτά τα πράγματα. Γι΄ αυτό κι εγώ έγραψα μια σειρά ποιημάτων, τα οποία μοιάζουν με μαθήματα».

«Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΙΑΙΟ ΤΡΟΠΟ»

– Κυρία Αρβελέρ,αφού η ελληνοφωνία μας έρχεται από το Βυζάντιο γιατί στην εκπαίδευση δεν υπάρχουν βυζαντινά κείμενα;

«Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα. Σήμερα επικρατεί σχιζοφρένεια στη διδασκαλία της γλώσσας. Τα πράγματα διχοτομούνται σε νέα και αρχαία ελληνικά. Κανονικά η γλώσσα θα έπρεπε να διδάσκεται με έναν ενιαίο τρόπο. Να ξεκινούσαμε από το σήμερα, να πηγαίναμε προς τα πίσω στα κείμενα της Τουρκοκρατίας, μετά στα βυζαντινά, μετά στα πρώτα χριστιανικά κείμενα που είναι οι επιστολές του Παύλου και η Αποκάλυψη και στα αρχαία κείμενα. Να μην ξεκινάμε ανάποδα. Τα παιδιά θα καταλαβαίνουν τι γίνεται προχωρώντας προς τα πίσω, θα βλέπουν ότι η ετυμολογία είναι η ίδια. Θα βλέπουν, για παράδειγμα, στα νοταριακά έγγραφα της Τουρκοκρατίας τις λέξεις πούλησα, αγόρασα, έκανα, έδειξα κ.λπ.».

– Στα βυζαντινά κείμενα τι θα βρουν;

«Εκεί θα βρουν για πρώτη φορά τον γλωσσικό διχασμό. Θα βρουν την ομιλούμενη γλώσσα, στηνοποία είναι γραμμένοι οι βίοι των αγίων. Ολα αυτά τα αγιολογικά κείμενα, επειδή αποτελούν τροφή για τους πιστούς, είναι γραμμένα σε γλώσσα λιτή. Είναι ουσιαστικά η προφορική γλώσσα. Και θα βρουν και την αττικίζουσα γλώσσα που στην εξέλιξή της οδηγεί στη δική μας καθαρεύουσα. Θα συνειδητοποιήσουν λοιπόν ότι αυτή η γλωσσική συνύπαρξη είναι πολύ παλιά και επιπλέον είναι μια καθημερινή ιστορία, όπως ακριβώς συμβαίνει και τώρα… Μια φορά ένας πολιτικός μου είχε πει: Κυρία Αρβελέρ, δεν λέμε “σαν”. Το “σαν” σημαίνει δεν είσαι και κάνεις σαν. Πρέπει να λέμε “ως”. Ακούστε, του λέω. Καμιά μάνα δεν είπε στο παιδί της: σου μιλώ ως μάνα σου. Μιλώ σαν μάνα σου».

«Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ»

– Θα θέλατε να είσαστε ιστορικός άλλης περιόδου;

«Ποτέ. Βέβαια όταν ήμουν νέα ετοιμαζόμουν για σπουδές στο Πολυτεχνείο, μηχανολόγος. Τώρα που έρχονται διάφοροι γάλλοι συνάδελφοί σας και με ρωτούν τι άλλο θα ήθελα να κάνω, τους απαντώ “ποντίφεξ”, αυτός που φτιάχνει γέφυρες. Ο γεφυροποιός είναι ο βυζαντινολόγος. Δεν είναι άλλη επιστήμη».

– Γιατί;

«Είναι γεφυροποιός και χρονικά και γεωγραφικά και πολιτιστικά. Δεν μπορείς να είσαι βυζαντινολόγος σήμερα αν δεν ξέρεις τι έκαναν οι Αραβες, τι έκαναν οι Ρώσοι, τι έκαναν οι Δυτικοί. Το Βυζάντιο είναι η γέφυρα μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Επίσης είναι η γέφυρα του ελληνισμού της ελληνιστικής εποχής και των νεότερων χρόνων».

– Το Βυζάντιο είναι μεσαίωνας;

«Καθόλου. Μεσαίωνας είναι η εποχή του ανταλλακτικού εμπορίου. Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε ποτέ τέτοιο εμπόριο. Είχε το νόμισμα, έκανε αμέσως τη ρήτρα χρυσού. Επιπλέον είχε διοικητικούς θεσμούς. Αν ο αυτοκράτορας δεν έκανε συναυτοκράτορα κάποιον, δεν γινόταν τίποτε. Μπορούσε να κάνει συναυτοκράτορα όποιον ήθελε, ασχέτως αν τις περισσότερες φορές έκανε τον γιο του. Δεν υπάρχει καν δυναστεία στο Βυζάντιο. Εμείς λέμε, για παράδειγμα, η δυναστεία των Κομνηνών, αλλά αυτά είναι βλακώδη. Ο ελληνικός μεσαίωνας είναι η Τουρκοκρατία. Τα 400 χρόνια Τουρκοκρατίας».

Σχολιάστε

Filed under Εθνική Ταυτότητα - Εθνικά Θέματα

Πέρα από τη «χρυσαυγολογία»… Οι αιτίες της ανόδου της Χρυσής Αυγής

της Βασιλικής Γεωργιάδου

αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης – Πάντειο

πηγή: 20/9/2012 – Μεταρρύθμιση

Σε αυτήν την ατελείωτη «χρυσαυγολογία» που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες εβδομάδες, ακούσαμε πολλά: ότι η Χρυσή Αυγή είναι «το μακρύ χέρι του συστήματος», μια ναζιστική απειλή που διαβρώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, παρότι χρησιμοποιείται από αυτό προκειμένου να περισταλούν λαϊκά δικαιώματα και να ελεγχθούν οι κοινωνικοί αγώνες. Ακούσαμε, επίσης, ότι η Χρυσή Αυγή είναι μια περενέργεια που προέρχεται από την Αριστερά, η οποία (τουλάχιστον) ανέχθηκε ανομικά φαινόμενα και, πάντως, δεν εμπόδισε να καλλιεργηθεί -στους νέους προπάντων- η κουλτούρα της βίας. Διαβάσαμε, ακόμη, ότι η Χρυσή Αυγή είναι η κορύφωση του Παπανδρεϊκού λαϊκισμού, αλλά ίσως και κάτι βαθύτερο, όπως η βαθιά αποστροφή της κοινωνίας για τη Δύση, τον Κοινοβουλευτισμό, τον Φιλελευθερισμό. Το πλέον σύνηθες επιχείρημα σε αυτή τη συζήτηση είναι ότι όποιες κι αν θεωρούνται οι αιτίες της ανόδου της Χρυσής Αυγής, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν απουσίαζαν τα φαινόμενα της κρίσης και της μετανάστευσης, που οξύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις, μετατρέποντας τους «χαμένους» (φτωχούς, ανέργους, κατοίκους του υποβαθμισμένου Αθηναϊκού κέντρου, περιοχές με υψηλό αριθμό μεταναστών) σε ιδανική δεξαμενή από όπου αντλεί υποστηρικτές η συγκεκριμένη οργάνωση.

Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under Φασιμός - Ακροδεξιά